θεατρινισμός

θεατρινισμός
ο [θεατρίνος]
προσποίηση, επιτηδευμένη στάση, υπερβολική υποκρισία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεατρινισμός — ο υπερβολική προσποίηση: Άφησε τους θεατρινισμούς και μίλησε ειλικρινά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δογκιχωτισμός — και δονκιχωτισμός, ο 1. η τάση να μιμείται κανείς τον χαρακτήρα και τους τρόπους τού δον Κιχώτη 2. υπερβολικός ενθουσιασμός στην επίτευξη χιμαιρικών σκοπών 3. θεατρινισμός, επίδειξη ψεύτικης γενναιότητας 4. η τάση να ασχολείται κανείς και να… …   Dictionary of Greek

  • καμποτινισμός — ο [καμποτίνος] η τάση να φαίνεται κάποιος ως σπουδαίος, να παίζει θέατρο σε βάρος κάποιου, θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία, απάτη …   Dictionary of Greek

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • δονκιχοτισμός — ο φαντασιόπληκτη συμπεριφορά, χαρακτήρας όμοιος με του δον Κιχότη, μεγαλομανία, θεατρινισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατρισμός — ο 1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση. 2. θεατρινισμός (βλ. λ.). 3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμποτινισμός — ο (λ. γαλλ.), θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία: Δε σου πάει ο καμποτινισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”